- πρωθύπνιον
- πρωθ-ύπνιον, τό,A v. πρωτοΰπνιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωθύπνιον — τὸ, ΜΑ βλ. πρωτοΰπνιο … Dictionary of Greek
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
πρωτοΰπνιο — το / πρωτοΰπνιον, ΝΜΑ, και πρωτοΰπνι Ν, και πρωθύπνιον ΜΑ ο πρώτος ύπνος μσν. αρχ. η πρώτη φρουρά τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ύπνιον (< ὕπνος), πρβλ. εν ύπνιον] … Dictionary of Greek